- σινώδων
- ὁ, Αβλ. σινόδων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σινόδους — και σινόδων και σε κώδ. σινώδων, οντος, ὁ, ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σινόδους και σινόδων είδος σαρκοφάγου ψαριού που ζει κατά αγέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σιν… … Dictionary of Greek
σινόδων — και συνόδων και σινώδων οντος, ὁ, Α βλ. σινόδους … Dictionary of Greek